- στηριζόμενα
- στηρίζωmake fastpres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
βιονική — Η επιστήμη που συνδέει τη βιολογία και την τεχνολογία, με σκοπό να δώσει στους τεχνολόγους πρότυπα, που η αξία τους έγκειται στο ότι έχουν δοκιμαστεί, στηριζόμενα στις λύσεις που προσφέρει η φύση στα προβλήματα των ζωντανών υπάρξεων. Ο άνθρωπος… … Dictionary of Greek
δακτυλοβάμων — ( ονος), ον 1. όποιος βαδίζει στα δάχτυλα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δακτυλοβάμονα κατηγορία θηλαστικών τα οποία βαδίζουν στηριζόμενα στα δάκτυλα (αίλουρος, σκύλος κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + βάμων < βαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1873… … Dictionary of Greek
πελβετία — η βοτ. γένος φαιοφυκών που ανήκει στην τάξη fucales και περιλαμβάνει μικρά φαιοφύκη, πολύ ανθεκτικά στην αποξήρανση, τα οποία φύονται κατά πυκνές συστάδες σε εύκρατες βραχώδεις ακτές, στηριζόμενα στους βράχους με ριζοειδή … Dictionary of Greek
στυλονυχία — η, Ν ζωολ. γένος υπότριχων βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων που βαδίζουν με άκαμπτο σώμα στο υπόστρωμα στηριζόμενα σε σκληρές παχιές σμήριγγες … Dictionary of Greek
λαπαροσκόπηση — Μέθοδος ενδοσκοπικής εξέτασης των εσωτερικών οργάνων της κοιλίας και της πυέλου με τη χρήση λαπαροσκοπίου οπτικών ινών. Η λ. διαρκεί περίπου 30 λεπτά. Γίνεται με γενική νάρκωση και ο εξεταζόμενος ξαπλώνει ανάσκελα, με τα γόνατα λυγισμένα και… … Dictionary of Greek